Η λεκάνη της Μεσογείου πάντοτε διευκόλυνε την κινητικότητα των λαών που κατοικούσαν γύρω της, σαν μυρμήγκια ή βατράχια γύρω από ένα τέλμα, ὥσπερ περὶ τέλμα μύρμηκας ἢ βατράχους περὶ τὴν θάλατταν οἰκοῦντας (Πλάτων, Φαίδων 109 β). Η ελληνική παρουσία στην ιταλική χερσόνησο τεκμηριώνεται από τη Μυκηναϊκή περίοδο και κορυφώθηκε με τον αποικισμό του 8ου–6ου αι. π.Χ. Αν και έκτοτε θρησκευτικοί και συναισθηματικοί δεσμοί των αποίκων της Μεγάλης Ελλάδος με τον μητροπολιτικό χώρο παρέμειναν αδιάλειπτοι και ισχυροί, όπως μαρτυρά η παρουσία τους σε πανελληνίους αγώνες, στα ιερά και στα μαντεία (π.χ. Δελφοί και Δωδώνη), πριν τον 3ο αι. π.Χ. είναι περιορισμένες οι οικονομικής φύσεως δραστηριότητές τους στην Ανατολή, ενώ αυτές απουσιάζουν εντελώς από πλευράς των Ρωμαίων. Εσωτερικές εξελίξεις στη Ρώμη σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο στη διάρκεια του 3ου αι. π.Χ. ενθάρρυναν την οικονομική εξωστρέφεια των Ρωμαίων και των λοιπών κατοίκων της Ιταλίας, που ακόμη δεν είχαν λάβει στο σύνολό τους τη ρωμαϊκή πολιτεία (η οποία δόθηκε στους εγγεγραμμένους στις κοινότητες των συμμάχων των Ρωμαίων το 89 π.Χ.). Η δραστηριοποίηση εμπόρων από την Ιταλία στην ανατολική Μεσόγειο μαρτυρείται από τον Πολύβιο (2.8,1) που αναφέρει ότι σκοπός της ανάμιξης της Ρώμης στον Ιλλυρικό πόλεμο (228/7 π.Χ.) ήταν η εξάλειψη των Ιλλυριών πειρατών από την Αδριατική, οι οποίοι λήστευαν και σκότωναν τους Ιταλούς εμπόρους που έπλεαν προς την Ανατολή: Οἱ δ’ Ἰλλυριοὶ καὶ κατὰ τοὺς ἀνωτέρω μὲν χρόνους συνεχῶς ἠδίκουν τοὺς πλοϊζομένους ἀπ’ Ἰταλίας: καθ’ οὓς δὲ καιροὺς τὴν Φοινίκην διέτριβον, καὶ πλείους ἀπὸ τοῦ στόλου χωριζόμενοι πολλοὺς τῶν Ἰταλικῶν ἐμπόρων ἐσθ’ οὓς μὲν ἐσύλησαν, οὓς δ’ ἀπέσφαξαν, οὐκ ὀλίγους δὲ καὶ ζωγρίᾳ τῶν ἁλισκομένων ἀνῆγον. Το κείμενο αυτό δείχνει ότι η παρουσία Ιταλών στην ανατολική Μεσόγειο ήταν ήδη συχνή κατά το β΄ μισό του 3ου αι. π.Χ. κι ότι η ναυσιπλοϊα τους κι οι οικονομικές δραστηριότητες έχαιραν της προστασίας της Ρώμης.

Η παρουσία αυτή με το πέρασμα του χρόνου ενισχυόταν και κυμαινόταν από την απλή κινητικότητα ως τη μετανάστευση, από την προσωρινή ως τη μόνιμη εγκατάσταση, από τις εμπορικές συναλλαγές ως τις «επενδύσεις» κι από την πολιτισμική αλληλεπίδραση ως την πολιτιστική αφομοίωση. Τα κίνητρα των ιδιωτών που –με δική τους πρωτοβουλία κι όχι με σχεδιασμό ή εντολή της κεντρικής ρωμαϊκής εξουσίας– μετακινήθηκαν από τη Δύση προς την Ανατολή από τον 3ο αι. π.Χ. και εξής ποικίλλουν (επίσκεψη σε ιερά, πολιτιστικός τουρισμός, εκπαίδευση στην Αθήνα, εξορία), αλλά βασικό κίνητρο υπήρξε η αναζήτηση κέρδους. Οι δραστηριότητες και ο βαθμός της οικονομικής τους επιτυχίας διέφεραν ανάλογα με τους φυσικούς πόρους κάθε περιοχής, τη γεωγραφική θέση και τις γενικότερες συνθήκες. Είτε αντιπρόσωποι μεγάλων επιχειρήσεων έτοιμων να επενδύσουν σε διαφόρους τομείς της οικονομίας είτε άνθρωποι χαμηλού κοινωνικού προφίλ που αναζήτησαν την τύχη τους εκτός Ιταλίας, απέβλεπαν στις κερδοφόρες ευκαιρίες που πρόσφερε ο ελλαδικός χώρος, όπου –με λίγες εξαιρέσεις– η πλειονότητα των παραγωγικών δυνάμεων εμφανιζόταν εξαντλημένη από την μακρά περίοδο συγκρούσεων που προηγήθηκε οδηγώντας σε αφαίμαξη οικονομικών και ανθρώπινων πόρων.

Το ανθρώπινο δυναμικό που μετακινήθηκε από την Ιταλία προς την Ανατολή θα πρέπει να ήταν τεράστιο. Την τάξη μεγέθους του δίνουν οι αριθμοί των θυμάτων του Εφεσίου εσπερινού (88 π.Χ., κατ’ εντολήν του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη Στ΄ κατεσφάγησαν Ιταλοί και Ρωμαίοι παρεπιδημούντες σε πόλεις της Ασίας και στη Δήλο), που κατά διαφόρους αρχαίους συγγραφείς κυμαίνονται από 80.000 ως 150.000 (Valerius Maximus 9.2,3• Μέμνων 22.9• Πλούταρχος, Σύλλας 24.4). Οι αριθμοί, αν και μη ακριβείς, παρέχουν μια εικόνα του πλήθους Ιταλών που διέμενε στις ελληνικές πόλεις της Ανατολής. Το κύμα μετανάστευσης διογκώθηκε εκ νέου μετά τη νίκη του Σύλλα κατά τον Α΄ Μιθριδατικό πόλεμο, ώστε ο Καίσαρ (Suetonius, Caesar 42.1) να αναγκαστεί να λάβει περιοριστικά μέτρα.

Η παρουσία και η δραστηριότητα αυτών των επήλυδων στην Ανατολή αποτυπώνεται σε πλήθος γραπτών και υλικών πηγών.

Στόχος του προγράμματος είναι να συστηματοποιήσει για πρώτη φορά έναν μεγάλο αριθμό γραπτών πρωτογενών πηγών που μαρτυρούν την προσωρινή ή μόνιμη παρουσία Ιταλών και Ρωμαίων στις πόλεις του ελλαδικού κορμού και των νήσων. Για το σκοπό αυτό αναλύονται δεκάδες φιλολογικών πηγών και χιλιάδες επιγραφικών κειμένων. Κάθε άτομο που αναφέρεται στις γραπτές μαρτυρίες και μπορεί με βεβαιότητα ή με βάσιμα επιχειρήματα να ταυτιστεί ως Ρωμαίος ή ως πρόσωπο ιταλικής καταγωγής καταγράφεται σε μία προσωπογραφική βάση δεδομένων που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του έργου. Έτσι διατίθεται μια λεπτομερής καταγραφή των γνωστών Ρωμαίων και Ιταλών που μετακινήθηκαν ή μετανάστευσαν στον ελλαδικό χώρο, με αναφορά όλων των πηγών όπου αυτοί μαρτυρούνται, σχολιασμό για τη δραστηριότητα και το βίο τους και πρόσθετη βιβλιογραφία.

Αυτή η δεξαμενή πρωτογενών πηγών και πληροφοριών μπορεί να τροφοδοτήσει περαιτέρω συνθετικές μελέτες. Πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων που αξιολογούνται ως σημαντικά για την έρευνα και ευκαιριακά σημειώνονται στη βάση δεδομένων, μπορούν να συνδυαστούν με την προσωπογραφική ανάλυση, ώστε να συνεισφέρουν σε μια καινοτόμα σφαιρική εξέταση του θέματος που περιλαμβάνει διαστάσεις που ως τώρα είχαν στο σύνολό τους ή μερικώς αγνοηθεί.

Η σημασία αυτής της έρευνας έγκειται στη σπουδαιότητα του ρόλου των Ιταλών και Ρωμαίων στην κοινωνική και οικονομική ζωή, ακόμα στη διαμόρφωση μιας νέας φυσιογνωμίας των πόλεων της ελληνικής Ανατολής, δεδομένης της αλληλεπίδρασης που διαφαίνεται τόσο σε ποικίλους τομείς της ζωής των κοινοτήτων που τους φιλοξένησαν όσο και στο κοινωνικό, πολιτιστικό και οικονομικό καθεστώς των ξένων που παρεπιδημούσαν. Αυτό το ανθρώπινο δυναμικό κατέφτασε στην Ανατολή γεμάτο ενθουσιασμό για τις ευκαιρίες κέρδους που προσφέρονταν και εν μέρει βασιζόταν στη σχετική προστασία που παρείχε η στήριξη της Ρώμης και η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη (η οποία χορηγήθηκε στους συμμάχους της Ρώμης στην Ιταλία το 89 π.Χ.). Αυτό το ξένο κοινωνικό στοιχείο διείσδυσε στις τοπικές κοινωνίες, εκμεταλλεύτηκε τις φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, έδωσε νέο παλμό στην οικονομική ζωή, συχνά επένδυσε κεφάλαια στις τοπικές οικονομίες κι εξελίχθηκε σε δυναμικό κομμάτι της κοινωνικής ζωής, διεκδικώντας την ταυτότητά του και τέλος αφομοιώθηκε στις τοπικές κοινωνίες.

Θερμές ευχαριστίες στους:

– Δρ. Γεωργία Πλιάκου, Προϊσταμένη Τμήματος Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και Μουσείων, Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας,
για την άδεια χρήσης φωτογραφιών αμφορέα που φέρει σφραγίδα με λατινική επιγραφή από το Δυμόκαστρο,
ο οποίος δημοσιεύεται στα Πρακτικά του 4th IARPotHP Conference, Manufacturers and Markets: The contributions of Hellenistic pottery to economies large and small (November 11-14, 2019).

– καθ. Cédric Brélaz, Université de Fribourg, Institut du monde antique et byzantin,
για την άδεια χρήσης φωτογραφίας της επιγραφής από τους Φιλίππους που δημοσιεύθηκε από τους Cédric Brélaz and Angelos Zannis,
“Inscriptions hellénistique de Philippes mentionnant des citoyens romains”, Comptes Rendus de l’Académie des Inscriptions et Belles-Lettres 2014, 1493-1501
(copyright της φωτογραφίας: École française d’Athènes, cliché L. 4612, 30a).

Συντελεστές

Υπεύθυνη ερευνήτρια: Σοφία Ζουμπάκη, Διευθύντρια Ερευνών ΙΙΕ/ΕΙΕ
Επιστημονικοί συνεργάτες: Στυλιανή Μενδώνη, Κύρια Ερευνήτρια ΙΙΕ/ΕΙΕ και
Κωνσταντίνος Ανδρέας Λιαπάτης, μεταπτυχιακός φοιτητής ιστορίας